κλιμακίζω

κλιμακίζω
κλῑμᾰκ-ίζω,
A use the wrestler's trick called κλῖμαξ (signf. 111), Ar.Fr.4 D., Poll.3.155.
2 metaph., pervert, distort,

τοὺς νόμους Din.Fr.9.1

([full] κλιμάζω Harp., Phot.).
3 rear (?), of a horse, Ar.Fr.63b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλιμακίζω — use the wrestler s trick called pres subj act 1st sg κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίζω — (Α) [κλίμαξ] 1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.) 3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω …   Dictionary of Greek

  • κλιμακίζει — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind mp 2nd sg κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίζειν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιμάκισεν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακισμός — κλιμακισμός, ὁ (Α) [κλιμακίζω] είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ* …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακίσας — κλιμακίσᾱς , κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”